καταπρηνής

καταπρηνής
καταπρηνής, -ές (Α)
1. (στον Όμ. πάντοτε για το χέρι, όπως τό μεταχειριζόμαστε, με την παλάμη, για να χτυπήσουμε ή να πιάσουμε κάτι) στραμμένος προς τα κάτω, πρηνής*
2. (κατά τον Ησύχ.) «καταπρηνής
κατωφερής» και «καταπρηνές
κατά πρόσωπον, ἐπὶ στόμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πρηνής «στραμμένος προς τα κάτω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταπρηνής — down turned masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπρηνῆ — καταπρηνής down turned neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καταπρηνής down turned masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καταπρηνής down turned masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπρηνεῖ — καταπρηνής down turned masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) καταπρηνής down turned masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπρηνεῖς — καταπρηνής down turned masc/fem acc pl καταπρηνής down turned masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπρηνέα — καταπρηνής down turned neut nom/voc/acc pl (epic ionic) καταπρηνής down turned masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπρηνές — καταπρηνής down turned masc/fem voc sg καταπρηνής down turned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπρηνοῦς — καταπρηνής down turned masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) καταπρηνόω pres ind act 2nd sg (doric) καταπρηνόω pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπρηνέες — καταπρηνής down turned masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπρηνέεσσι — καταπρηνής down turned masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπρηνέεσσιν — καταπρηνής down turned masc/fem/neut dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”