- καταπρηνής
- καταπρηνής, -ές (Α)1. (στον Όμ. πάντοτε για το χέρι, όπως τό μεταχειριζόμαστε, με την παλάμη, για να χτυπήσουμε ή να πιάσουμε κάτι) στραμμένος προς τα κάτω, πρηνής*2. (κατά τον Ησύχ.) «καταπρηνήςκατωφερής» και «καταπρηνέςκατά πρόσωπον, ἐπὶ στόμα».[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πρηνής «στραμμένος προς τα κάτω»].
Dictionary of Greek. 2013.